- αιθαλίων
- αἰθαλίων (-ωνος), ο (Α)αυτός που εχει σκούρο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάληη λ. αποδίδεται στους τζίτζικες και δηλώνει αυτόν που έχει ξεραθεί, καεί απο τον ήλιοτο επίθετο αναφέρεται περισσότερο στο χρώμα τους. Η κατάλ. τής λ. καλύπτει μετρικές ανάγκες].
Dictionary of Greek. 2013.